Ταναγραίος

Ταναγραίος
ο / Ταναγραῑος, ΝΑ, και θηλ. Ταναγραία Ν, και θηλ. Ταναγρίς, -ίδος, Α
αυτός που κατοικεί στην Τανάγρα ή αυτός που κατάγεται από την Τανάγρα
νεοελλ.
1. ως επίθ. ταναγραίος, -α, -ο
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Τανάγρα
2. φρ. «Ταναγραίες κόρες»
αρχαιολ. α) αρχαία πήλινα ειδώλια κορών έξοχης τέχνης, διαφόρων τύπων και εποχών που ανακαλύφθηκαν μέσα σε τάφους τής Τανάγρας
β) συνεκδ. πήλινα ειδώλια που ανακαλύφθηκαν σε τάφους άλλων πόλεων
αρχ.
παροιμ. φρ. «Ταναγραίων φυῆ» — δηλώνει κάτι με υπέρμετρο όγκο, πιθ. λόγω κάποιου ογκώδους Ταναγραίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τανάγρα + κατάλ. -αῖος / -ίς (πρβλ. Ἀθην-αῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ταναγραῖος — of Tanagra masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναγραῖος — of Tanagra masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταναγραῖοι — Ταναγραῖος of Tanagra masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναγραῖοι — ταναγραῖος of Tanagra masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταναγραῖον — Ταναγραῖος of Tanagra masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναγραῖον — ταναγραῖος of Tanagra masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναγραίοις — ταναγραῖος of Tanagra masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναγραίου — ταναγραῖος of Tanagra masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναγραίους — ταναγραῖος of Tanagra masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναγραίων — ταναγραῖος of Tanagra masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”